Κουρεμένος

Κουρεμένος
Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 2 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα όρια με τον νομό Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινούντος. 2. Οικισμός (27 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εγκυτί — ἐγκυτί επίρρ. (Α) φρ. «ἐγκυτὶ κεκαρμένος» κουρεμένος ώς το δέρμα, κουρεμένος τελείως …   Dictionary of Greek

  • κουρεύω — (Μ κουρεύω) [κουρεύς] 1. κόβω τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου 2. κόβω το τρίχωμα ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται», Πολίτ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «άσ τον να κουρεύεται» μην τού δίνεις σημασία, μην τόν υπολογίζεις β) «άντε κουρέψου» ή… …   Dictionary of Greek

  • μουντζοκουρεμένος — και μουζοκουρεμένος, η, ον (Μ) κουρεμένος και αλειμμένος στο πρόσωπο με στάχτη ή καπνιές ή ακαθαρσίες για τιμωρία και διαπόμπευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα + κουρεμένος (< κουρεύω)] …   Dictionary of Greek

  • Liste bekannter Forscher zur antiken Philosophie — Die Liste bekannter Forscher zur antiken Philosophie erfasst Gelehrte vor allem aus den Bereichen der Philosophie und Philosophiegeschichte, der Klassischen Philologie und der Alten Geschichte, der Theologie und der Politikwissenschaft, aber auch …   Deutsch Wikipedia

  • Liste des membres de l'Académie d'Athènes — Liste des membres de l Académie d Athènes, l académie nationale des Sciences, Humanités et Beaux Arts de Grèce. Liste 1926 (membres fondateurs nommés dans la charte de l Académie) Dimitrios Aeginitis  …   Wikipédia en Français

  • εγκουράς — ἐγκουράς ( άδος), η (Α) 1. ζωγραφιά στην οροφή, τοιχογραφία 2. στίγματα στο πρόσωπο 3. κουρεμένος …   Dictionary of Greek

  • εύκουρος — εὔκουρος, ον (Α) ο κουρεμένος καλά ή τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κουρά «κοπή μαλλιών»] …   Dictionary of Greek

  • ημίκουρος — ἡμίκουρος, ον (Α) πάπ. κουρεμένος εν μέρει ή κακώς, μισοκουρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί κουρος, νεό κουρος] …   Dictionary of Greek

  • κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… …   Dictionary of Greek

  • κειρεκόμης — κειρεκόμης, ο (Α) αυτός που έχει κουρεμένη την κόμη, κουρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κειρ τού κείρω «κουρέω» + κόμης (< κόμη), πρβλ. μελαγ κόμης, φριξο κόμης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”